φαιδρυντής

φαιδρυντής
και φαιδυντής και φεδυντής, ὁ, θηλ. φαιδρύντρια, Α
1. αυτός που φαιδρύνει, που λαμπρύνει
2. το θηλ. ἡ φαιδρύντρια
πλύντρια, πλύστρα
3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ φαιδρυνταί- σύλλογος ιερέων τής Ολυμπίας με βασικό καθήκον τον καθαρισμό και τη συντήρηση τού χρυσελεφάντινου αγάλματος τού Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρύνω. Ο τ. φαιδυντής αποτελεί παρ. τού θ. φαιδ- σε *-u (βλ. λ. φαιδρός) και προέρχεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ρ. *φαιδύνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαιδρυντής — cleanser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρυνταί — φαιδρυντής cleanser masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρυντοῦ — φαιδρυντής cleanser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρυντικός — ή, ό / φαιδρυντικός, ή, όν, ΝΑ [φαιδρυντής] αυτός που προκαλεί φαιδρότητα …   Dictionary of Greek

  • φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • φαιδρύντρια — ἡ, Α βλ. φαιδρυντής …   Dictionary of Greek

  • φαιδυντής — ὁ, Α βλ. φαιδρυντής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φαιδρός] …   Dictionary of Greek

  • φεδυντής — ὁ, Α βλ. φαιδρυντής …   Dictionary of Greek

  • φαιδρύντρια — washer fem nom/voc sg φαιδρυντής cleanser fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”